Ναασηνοί

Ναασηνοί
Ναασηνοί και Ναασινοί, οἱ (Α) [νάας]
μία από τις τάσεις τής θρησκευτικής αίρεσης τού γνωστικισμού, οι οπαδοί τής οποίας λάτρευαν το φίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”